- γαλαξήεις
- γαλαξήεις, -εσσα, -εν (Α)ο γαλαξαίος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αναλογικός σχηματισμός προς τα γαλαξίας*, Γαλάξια*, παράγωγα τής λ. γάλα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek